- ἐπίξῡνος
- ἐπί-ξῡνος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίξυνος — ἐπίξυνος, ον (ποιητ. τ. τού ἐπίκοινος) (Α) [ξυνός] αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί («ἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐπίξυνον — ἐπίξῡνον , ἐπίξυνος common masc/fem acc sg ἐπίξῡνον , ἐπίξυνος common neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιξυνώ — ἐπιξυνῶ, όω (Α) [επίξυνος] (ποιητ. τ. τού μτγν. επικοινώ) κάνω κάτι κοινό … Dictionary of Greek
ἐπιξύνῳ — ἐπιξύ̱νῳ , ἐπίξυνος common masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)